Ευχές για καλύτερο ύπνο -Τυχαίες σκέψεις για τη νέα χρονιά-

Ο Μορφέας και η Αλκυόνη στην αγκαλιά του.

Γράφει ο Κωνσταντίνος Γαζής, φοιτητής Νομικής

Πέρασε, πάει, το 2020 σέρνει τα παπούτσια του προς την πόρτα της εξόδου, φεύγει αργά, βασανιστικά· πεθαίνει όπως έζησε, μακρόσυρτα. Όσο το προλαβαίνω θέλω να μάθω από αυτό, εύχομαι η μοναδικότητα του να το καταστήσει πράγματι άξιο μελέτης. Που ήμουν πέρσι τέτοια μέρα, που είμαι τώρα και τι έμεινε; Τι μένει όταν όλα φεύγουν, πως ζούμε μόνοι μας, ποιοί είμαστε χωρίς την ρουτίνα μας; Υπάρχουμε όταν δεν μπορούμε να επιλέξουμε πώς θα ζήσουμε; Κοιμάσαι ακόμα καλά τα βράδια;

Πέρσι πρωτοχρονιά είχα βρεθεί με τις αδελφικές μου φίλες σε κέντρο της Πολιτείας. Ήταν προφανές, παρά τις διαρκείς ανακαινίσεις των τελευταίων χρόνων ότι το κέντρο είχε γνωρίσει την ακμή του κατά την διάρκεια της δεκαετίας των 90s, τώρα ζούσε από τα αδέλφια του, εκείνους που είχαν ζήσει την δική τους ακμή μαζί του και δεν άντεχαν να αποδεχτούν το ξέπλυμα του χρόνου. Κάτι μας είχε τραβήξει εκεί τότε, θα ήταν πιο ήσυχα, θα ήταν πιο ιδιαίτερα, θα ήμασταν πιο μόνοι. Δεν θέλαμε να μας ενοχλήσει κανείς· βλέπετε θέλαμε να’ μαστε οι τέσσερεις μας, σε ένα μέρος για το οποίο μας μιλούσαν με υποτιμητικά λόγια οι μαμάδες μας, σε ένα σύμβολο του παλιού καιρού που δεν είχαμε ζήσει ποτέ αλλά νιώθαμε ότι μας ανήκει. Έπαιζε τραγούδια που δεν μ’ άρεσαν και όλοι, χόρευαν, έπιναν και κάπνιζαν, κανείς δεν μιλούσε, λίγα είχαμε να πούμε, τότε η ζωή τα έλεγε όλα, οι ευχές ήταν τυπικές και οι συζητήσεις τετριμμένες. ‘’Χαρούμενο 2020’’. Έκανε κρύο στην Πολιτεία, αλλά μας άρεσε.

Φέτος τις γιορτές δεν έχω νιώσει κρύο και μου λείπει αφόρητα. Το 2020 ήρθε, και έχουμε να πούμε τόσα, οι ευχές είναι πλέον συνθήματα, σφυρίγματα ανήσυχων ανθρώπων που ξορκίζουν το κακό. Αγαπημένοι μου συνομήλικοι, είχαμε την ατυχία να βιώσουμε και εμείς ενδιαφέροντες καιρούς, το διαγενεακά επαναλαμβανόμενο αφήγημα της καλομαθημένης γενιάς κατέρρευσε και για μας πέρα από κάθε αμφιβολία. Είμαστε 20 τον καιρό της πανδημίας και αυτό δεν μπορεί να μας το πάρει κανείς, κρατήστε το με περηφάνια, φορέστε το πάνω στα κενά σας, ισιώστε την πλάτη και κρατήστε το παρόν μας σημαία. Γίναμε παρθενογεννήτορες ονείρων, μάθαμε να γεννάμε ελπίδα από το τίποτα, να την πνίγουμε και να γεννάμε νέα. Ουροβόρος γενιά ανέκαθεν. Εξελιχθήκαμε κατά την επιβολή και τις ανάγκες του νέου κοινωνικού και υγειονομικού περιβάλλοντος, και για πολλοστή φορά στην εξελικτική του ιστορία ο νέος ανέκτησε την δυνατότητα να θέτει τα νιάτα του σε χειμερία νάρκη. Να ονειρεύεται μόνον φιλίες, έρωτες και ζωή και να τρέφεται από το λίπος που έχει συλλέξει κατά τους θερινούς μήνες. Κουραστήκαμε τόσο να μένουμε άεργοι που χάσαμε τον ύπνο μας. Οι νυχτερινές ώρες μάκρυναν, έγιναν καταφύγιο από την κοινωνικά κατακριτέα πρωινή αδράνεια· εδώ μπορούσες να υπάρχεις, εδώ είχες δυνατότητα επιλογής, εδώ είδες ότι ο χρόνος σου ήταν πιά κούφιος, εδώ έμαθες να περιμένεις για το αυριανό τίποτα, αλλά από εδώ δεν γυρνούσες πίσω μέχρι να ξημερώσει. 

Τα νιάτα μας πιστώνονται κάπου; Για πόσο ακόμα θα΄ μαστε νέοι; Για πόσο ακόμα θα είμαστε εν γένει; … Στις ειδήσεις μίλησαν για έναν νεκρό εικοσιπεντάχρονο, είμαι εικοσιενός… Η χειμερία νάρκη των νιάτων είχε δώσει την δυνατότητα στον φυσικό τους εχθρό την θνητότητα να κάνει την εμφάνισή της στο πεδίον των σκέψεών μας. Πολύ με βασάνισε φέτος η σκέψη της, ήταν πάντα εκεί, στις γωνίες του καναπέ, στην κούπα με τον ζεστό πρωινό καφέ, στην φωνή των αγαπημένων μου ανθρώπων, και κυρίως στους χτύπους της καρδιάς μου τα βράδια, τίποτα άλλο δεν ηχούσε τις ώρες εκείνες στην Αθήνα, μόνο αυτή και οι χτύποι της ήταν εκκωφαντικά παράταιροι – ευθύνονταν άραγε οι αρρυθμίες ή οι κρίσεις πανικού, σιχαίνομαι τις σκέψεις αυτές· στις ειδήσεις βαριά βαμμένοι άνθρωποι με φωνή και άρθρωση μονότονη έψαλλαν ομαδικά κωδικοποιημένους ύμνους στο αθέατο είδωλο της, δεν γινόταν να την ξεχάσω, η θνητότητα είχε αναδειχθεί σε μοναδική κυρίαρχη θεότητα του 2020, όλα ξεκινούσαν από τις υπαγορεύσεις της και όπως πάντα κατέληγαν σε αυτήν. Ξαφνικά, το κατάλαβα, ήταν πάντα εκεί, κρυβόταν ανάμεσα στους αρμούς των ψηφίδων της “κανονικότητας”, πλαισίωνε και υποστήριζε τα πάντα, δεν κοιμόταν ποτέ και η αϋπνία με είχε φέρει κοντά της με τρόπο μη αναστρέψιμο, το βλέμμα της με ακολουθούσε για πάντα και τώρα που το είχα παρατηρήσει δεν θα ξέχναγα ποτέ τον στόχο που περήφανα πια φέρω στην πλάτη μου. Το πρώτο δώρο της πανδημίας ήταν αυτό, είμαστε πλέον νέοι γερασμένοι, παρατηρήσαμε την θνητότητα πριν της ώρας μας και θα ζούμε για πάντα μαζί της, το 2021 μας βρήκε με αναπάντεχη νέα συντροφιά. 

Δεν στέκομαι ούτε στα θετικά, ούτε στα αρνητικά του 2020, μπουχτίσαμε από τοξική θετικότητα και ισοπεδωτικό κυνισμό και φέτος· για μένα το 2020 ήταν μια μεταμορφωτική διαδρομή επίπονη όπως ό, τι επιδρά επί της ουσίας στις ζωές μας. Με έμαθε τόσα και κυρίως έζησα έντονα στην εναλλαγή νωθρότητας και ελευθερίας, ποτέ δεν έχω διακρίνει την ζωή με τρόπο τόσο προφανή όσο ανάμεσα σε αυτές τις χαραμάδες.

Οι δύο καραντίνες μου ήταν πολύτιμες, στην πρώτη είδα πολλές κακοφτιαγμένες σειρές, πέρασα πολλές ώρες στο στενό μπαλκόνι της Φιλολάου, απέτυχα παταγωδώς σε έναν διαγωνισμό ποίησης και βρήκα δύναμη στον ενθουσιασμό του Κέρουακ (Τζακ σ’ αγαπώ). Στην δεύτερη, γέλασα πολύ με την οικογένειά μου, περπάτησα όλη την έρημη Αθήνα, έμαθα ότι μπορώ να διπλώσω διπλά σεντόνια μόνος μου αν τεντώσω τα χέρια μου αρκετά (ικανότητα απολύτως συνεπής με την ιστορία μου) και δεν κοιμήθηκα καθόλου. Δεν τις αλλάζω για τίποτα! Μιλούσαμε με όποια άτομα θέλαμε, κάναμε περισσότερα λάθη απ’ όσα μπορούμε να μετρήσουμε και καταλάβαμε ότι η ζωή μπορεί να γίνει όσο αργή ή όσο γρήγορη θέλουμε και πρέπει.

Κυρίως έμαθα ότι το μόνο αντίδοτο στην θνητότητα είναι η γνήσια προσωπική ιδιαιτερότητα, αυτό που οι woke, new age συντρόφισσες της κοιλάδας της Καλιφόρνια ονομάζουν individuality (εκκρεμότητα για κάποιαν άλλην Πρωτοχρονιά). Την τελευταία μέρα του μεσοπολέμου τους είχα δει όλους, τους είχα αποχαιρετήσει όμορφα, είχα περάσει υπέροχα τρώγοντας καυτερά σουβλάκια σε ένα παγκάκι στην Φιλοθέη, και είχα γυρίσει σπίτι συζητώντας ενθουσιωδώς τον επικείμενο Αρμαγεδώνα με τον πιο ευχάριστο ταξιτζή που έπλασε ποτέ η Κηφισίας. Ήμουν ευγνώμων για αυτή την μέρα, αυτή η μέρα μου έδινε ελπίδα, ακόμα το κάνει· όλοι έχουμε τέτοιες μέρες πιο συχνά απ’ ότι καταδεχόμαστε να παραδεχτούμε, ίσως έτσι επιλέγουμε να ζούμε δυστυχείς, ίσως έτσι βρίσκουμε επίφαση νοήματος σε έναν αυτοσχέδιο διαρκή αγώνα. Ουροβόρος γενιά ανέκαθεν, τα’ παμε αυτά. Όπως και να’ χει, δεν υπέφερα τους ανθρώπους πριν την πανδημία – τώρα συμπαθώ τους περισσότερους- ίσως να έβλεπα την αϋπνία στο βλέμμα τους, ίσως την θνητότητα να κοντοζυγώνει πίσω από κάθε βήμα τους. Υποθέτω ότι αυτό ήταν το δεύτερο δώρο της πανδημίας, είμαστε νέοι κατά τι σοφότεροι – έρχεται αναμφίβολα μαζί με το πρώτο-  αλλά η σπουδαιότητά του, του χάρισε την δική του μοναδική περίοδο. 

Εχθές το βράδυ κοιμήθηκα καλά, ως προς το σήμερα επιφυλάσσομαι, αλλά δηλώνω για το νέο έτος ‘συγκρατημένα αισιόδοξος’, όπως ακριβώς απαντούσε η μαμά μου στα τηλεφωνήματα γνωστών πριν την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων των πανελληνίων και τελικά σε καλό μας βγήκε. 

Μην φοβάσαι τίποτα!

Ήσουν είκοσι τον καιρό της πανδημίας,

Εύχομαι καλύτερο ύπνο σε όλους μας,

καλή χρονιά, χαρούμενη, χρυσή Πρωτοχρονιά,

(μην απορείς για την ημερομηνία οι σύλλογοι κόβουν πίτα Φλεβάρη και οι οι ευχές δεν λήγουν στο υπόσχομαι).