ΚΑΒΑΦΗΣ ΠΑΝΤΟΣ ΚΑΙΡΟΥ
(Σκέψεις με αφορμή την παγκόσμια ημέρα Ποίησης – «Όσο μπορείς» )
Του Θοδωρή Κουτσοδήμα
Σε κάθε εμπλοκή με την καβαφική ποίηση, όταν αυτή βέβαια συντελείται δίχως το μάτι του ακαδημαϊσμού, είμαστε συνειδητά υποχρεωμένοι να διαπιστώσουμε ορισμένες παραδεκτές γενικεύσεις. Μία από αυτές τις διαπιστώσεις είναι πως η ποίηση του Καβάφη , μολονότι όχι συγκαιρινή μας, παραμένει μέχρι σήμερα πιο επίκαιρη από ποτέ. Ο Αλεξανδρινός «ιεροφάντης» της ποίησης έχει φροντίσει το «προϊόν» της τέχνης του να απαντάται σε μια διαρκή ανελαστική ζήτηση, για κάποιον που θέλει να μιλήσει με όρους επιχειρηματικού περιβάλλοντος. Ένας ιδιόρρυθμος χαρακτήρας, αινιγματώδης, όπως τον είχε χαρακτηρίσει ο αοίδιμος δάσκαλος Σαράντος Καργάκος που δεν δίσταζε – ο πρώτος πάντα- να ξεγλιστρά από την σφαίρα του συγκινησιακού, συνεπώς και του αντιδιανοητικού, και να μετέρχεται μια τακτική που θα την ζήλευε ενδεχομένως και ο πιο επιτελικός νους. Ένας κατ’ εξοχήν διανοητικός ποιητής, που όλα τα λογάριαζε και τα λεπτολογούσε από τη βάσανο της επανεξέτασης, δουλεύοντας με επιμονή και επιμέλεια ακαταπόνητου μέρμηγκα το κάθε ποίημά του. Και το παραπάνω ανήκει σ’ ένα από τα λεγόμενα ιδιορρυθμικά του Καβάφη: είναι ο ποιητής που έγραψε τα λιγότερα, διαβάζοντας τα περισσότερα σε σχέση με τους υπόλοιπους Έλληνες ποιητές. Ένα άλλο ιδιάζον στοιχείο του Καβάφη που μας ερεθίζει τον νου συχνά-πυκνά είναι η υπέρμετρη χρήση του β’ ενικού προσώπου. Ένα θέμα που το σχολιάζει και το αναλύει με ιδιαίτερη ευστοχία ο βαθυστόχαστος γιατρός Βάσος Βογιατζόγλου ο οποίος γράφει μεταξύ άλλων: « η χρήση τη καβαφικής δευτεροπροσωπίας επιτυγχάνεται με μια ανειρήνευτη εγρήγορση και σπουδή των φαινομένων, χωρίς τον κίνδυνο να υποτιμήσει την έμφρονη κρίση του και, οπωσδήποτε, μακριά από την ολισθηρότητα οποιασδήποτε ευτελούς διδαχής ή τετριμμένης ηθικολογίας». Θα μας απασχολήσει μετέπειτα, όμως, αυτό.
«Όσο μπορείς», λοιπόν. Σ’ αυτό το ποίημα σταθήκαμε και αυτός είναι ο τίτλος που φέρει ένας από τους σαπφείρους της παγκόσμιας Λογοτεχνίας. Τίτλος απλός και λιτός, καθημερινός θα λέγαμε, με μεγάλες, όμως, ηθικοπνευματικές προεκτάσεις.
Ὅσο μπορεῖς
Κι ἂν δὲν μπορεῖς1 νὰ κάμεις τὴν ζωή σου ὅπως τὴν θέλεις,
τοῦτο προσπάθησε2 τουλάχιστον ὅσο μπορεῖς:
μὴν τὴν ἐξευτελίζεις μὲς στὴν πολλὴ συνάφεια τοῦ κόσμου,
μὲς στὲς πολλὲς κινήσεις κι ὁμιλίες.
Μὴν τὴν ἐξευτελίζεις πηαίνοντάς την,
γυρίζοντας συχνὰ κ’ ἐκθέτοντάς την
στῶν σχέσεων καὶ τῶν συναναστροφῶν
τὴν καθημερινὴν ἀνοησία, ὡς ποὺ νὰ γίνει σὰ μία ξένη φορτική.
Ο ποιητής ξεκινά με μια παραχωρητική πρόταση1. Γνωρίζει πολύ καλά πέρα από έννοιες και εντυπώσεις, βάσει της προσωπικής του εμπειρικής μετοχής και όχι απλά της κατανόησης, πως στη ζωή όλα είναι τρεπτά. Η αποτυχία κατέχει και αυτή δικαιωματικά μέρος της επιτυχίας και της ευτυχίας μας. Δεν αντενεργεί πάντα. Είναι φυσικώς επόμενη η πτώση, σε αντιδιαστολή με τον ξεπεσμό σαφώς. Η προστακτική έγκλιση2 που ακολουθεί έρχεται να μας αφυπνίσει την προσοχή και να μας την επικεντρώσει σε ένα κυρίως στοιχείο. Στο στοιχείο του αγώνα. Να αγωνιστούμε να κρατήσουμε την αξιοπρέπειά μας αν όχι στο ζενίθ της σφαίρας της ηθικής, τουλάχιστον όχι στον ναδίρ. Όσο μπορούμε κάνουμε λάθη και όσο μπορούμε τα διορθώνουμε κρατώντας πάντα το τίμημα της επιλογής.
Αb urbe Condita, δύναται να πούμε, ο άνθρωπος ταλανιζόταν από ένας είδος βασανισμού. Ο βασανισμός αυτός σήμερα έχει πάρει την μορφή του αυτό-βασανισμού και ονομάζεται περιφρόνηση του ίδιου μας του εαυτού. Ένα είδος αυτό-αλλοτρίωσης, ένα σαράκι ψυχοφθόρο που για να φθάσει σε κορεσμό την «ανάγκη» της προβολής του ατόμου και της δήθεν κοινωνικότητας του προτιμά να αφήσει αιμάσσουσα την ίδια του την ψυχή. Όσο ποτέ άλλοτε, οι νόρμες του καιρού μας δεν εξέθεσαν τον άνθρωπο σε μια διηνεκή πάλη διασημοποίησης με τίμημα βαρύ, ωστόσο, τον εξευτελισμό του τελευταίου. Σύμπτωμα, ιδίως αφότου ενέσκηψε η πανδημία του COVID-19, με τις τάσεις να δείχνουν μια αυτοματοποίηση στις διάφορες εκφάνσεις της ανθρώπινης δραστηριοποίησης με ό ,τι αυτό συνεπάγεται. Οι ευαίσθητες χορδές του ποιητή έχουν διαισθανθεί τούτη την ανθρώπινη ιδιοπάθεια. Γνωρίζει πως όλες αυτές οι ατέρμονες επιθυμίες του ανθρώπου διαρκώς θα διευρύνονται δίχως, όμως, ποτέ να προσφέρεται η ανάλογη δυνατότητα για πραγμάτωσή τους. Αυτό που απομένει στον άνθρωπο είναι ένα αίσθημα κενού, το αίσθημα του ανικανοποίητου που αποτελεί για αυτόν μια τραγική πληγή. Κάπως έτσι, λοιπόν, ξεκινά έναν αγώνα για κάποια διάκριση μέσα στην υποκρισία, τον κυνισμό και «την πολλή συνάφεια του κόσμου». Απεμπολεί την αξία για να κατακτήσει την επιτυχία, μαζί με όσα ιδανικά έχει. Ξεχύνεται σε ένα κυνήγι κοσμικών συναναστροφών, που του χαρίζουν την ψευδαίσθηση του κοινωνικά καταξιωμένου. Μια ευτελή κοινωνικότητα με απροκάλυπτη κυνικότητα. Και ως καταδικαστική συνέπεια των παραπάνω, το πρόσωπο αρχίζει να χάνεται. Νιώθει την ζωή του σαν ξένο βάρος, σαν «ξένη φορτική». Και δυστυχώς είναι ένας δρόμος που τις περισσότερες φορές δεν περιέχει στοιχεία ανάδρασης. Ζει ανελεύθερος μέσα σε δεσμεύσεις κομφορμιστικές που του χορηγήθηκαν καθιστώντας τον εν κατακλείδι ένα εύκολο άθυρμα του εκάστοτε «καιροσκόπου» .
Για αυτό ο Καβάφης προειδοποιεί: «Όσο μπορείς μην την εξευτελίζεις» διότι ύστερα γίνεται μια ζωή ξένη , μαρασμώδης. Μια ζωή αποσταμένη. Κάνει λόγο για την ανάγκη της αξιοπρέπειας τη στιγμή της αποτυχίας. Μια αποτυχία, δε σημαίνει και αποτυχημένο άνθρωπο. Και όσοι κρατούνε σε υψηλό επίπεδο τον αυτοσεβασμό τους στην αποτυχία, η ιστορία και η κοινωνία τους έχει τιτλοφορήσει με την πιο υψηλή έννοια των λέξεων «άνθρωπος» και «κύριος» αντίστοιχα. Η ζωή και τα όνειρα όταν τα προδίδουμε, εκδικούνται. Και πιο πολύ εκδικούνται όποιον δεν είναι με την γνώμη του, ή την έχει χάσει για να επιπλεύσει. Οι πιο μικρές υποχωρήσεις είναι αυτές που μας οδηγούν στις πιο μεγάλες εκχωρήσεις σε τελική ανάλυση.
Προ ολίγων ημερών ακούσαμε, μέσω τηλοψίας, τον χαλκέντερο σκηνοθέτη Σωτήρη Τσαφούλια να σχολιάζει την ελληνική επικαιρότητα. «Δεν είσαι μεγάλος καλλιτέχνης, αν δεν γίνεις πρώτα σπουδαίος άνθρωπος». Προεκτείνοντας την εύστοχη φράση αυτή μπορούμε να πούμε πως τίποτα μεγαλειώδες δεν μπορεί να «κουβαλάει» η οποιαδήποτε ιδιότητα αν δεν συνυπάρχει με την ιδιότητα αυτή του ανθρώπου. Και για να θεωρείσαι σπουδαίος άνθρωπος θα πρέπει πάνω από οτιδήποτε να κρατάς την αξιοπρέπεια και τον αυτοσεβασμό σου «όσο μπορείς» σε επίπεδα ανθρώπινα. Αποχρώσα αιτία για την σηπεδώνα που φάνηκε έστω και με οψιφανή τρόπο -όχι μονάχα στην ευρέως λεγόμενη σοουμπίζ- είναι αυτή η έλλειψη σεβασμού προς τον ίδιο μας τον εαυτό. Στην πολιτεία του Πλάτωνα, αν οι πολίτες διατηρούσαν υψηλό αυτό το αίσθημα αυτοσεβασμού θα καθιστούσαν τους νόμους παντελώς άχρηστους. Κάτι τέτοιο σε μας δεν μπορεί να συμβεί, εικάζουμε. Αυτό που όμως είναι μπορετό είναι ο καθένας μας να κάνει τη δική του αυτοκριτική. Αν κάτι οφείλουμε να σώσουμε στον σύγχρονο καταποτήρα είναι τη σκέψη μας και την ψυχή μας. Το καλύτερο μαξιλάρι άλλωστε για να κοιμηθεί κανείς είναι μια καθαρή συνείδηση.