«Ο Αχιλλέας απ’ το Κάιρο» μένει -δυστυχώς- ακόμα επίκαιρος

πολύχρωμα πεντάγραμμα

Γράφει η Ευδοκία Αλευρά

Πρωτοάκουσα το «Ο Αχιλλέας απ’ το Κάιρο» του Κώστα Τουρνά, μέσω ενός παλιού μαύρου ραδιοφώνου που έπαιζε κασέτες και έπιανε τον μισό πάγκο της κουζίνας για να σταθεί, σε εκείνη την απροσδιόριστη ηλικία που αποτυπώνεις τα πάντα και ας μην έχεις ιδέα ότι συμβαίνει. Ήταν αγαπημένο για όλους τότε αυτό το κασετόφωνο, όποτε άνοιγε μας έδινε και από κάτι να τραγουδήσουμε ή να σκεφτούμε. Αυτή που ακουγόταν πρέπει να ήταν η πρώτη εκτέλεση με τον Σ. Κραουνάκη, το ρεφρέν έλεγε: «Είναι κάτι παιδιά που δεν γίνονται άντρες και δεν ζουν τη ζωή τη δικιά σου» και σε έκανε να αναρωτιέσαι ποια είναι αυτά τα παιδιά. Αν και αρκετά μικρή τότε για τέτοιες αναζητήσεις, το συγκεκριμένο τραγούδι έγινε τελικά ένα από αυτά τα ακούσματα που σε σημαδεύουν. Με τον καιρό, το άλλοτε αγαπημένο μας ραδιόφωνο -που είχε πλέον αντικατασταθεί- μπήκε στην αποθήκη, μαζί του κι ο Αχιλλέας. Την μελωδία του την ξέχασα για χρόνια, μάλλον για τους λόγους που θάβουμε όλοι πράγματα στα κάτω κάτω συρτάρια του μυαλού μας. Επειδή μας κάνουν να νιώθουμε άσχημα, επειδή νομίζουμε ότι δεν μας αφορούν, ίσως επειδή πιστεύουμε ότι ανήκουν στο παρελθόν και όχι στο τώρα ή καλύτερα επειδή θέλουμε να το πιστεύουμε.

Όταν άκουσα τις γνωστές δηλώσεις για «επαγγελματίες ομοφυλόφιλους», το ανέσυρα από τη μνήμη μου σχεδόν αμέσως και μετά από 2-3 αποτυχημένες αναζητήσεις το βρήκα, το άκουσα πάλι. Οι δηλώσεις αυτές ήθελαν, μεταξύ άλλων, να υπενθυμίσουν σε αυτούς που απευθύνονταν αλλά και σε ολόκληρη την ελληνική κοινωνία για ποια πράγματα πρέπει να ντρέπεται, τι θα έπρεπε να κρύβει και να αποδοκιμάζει αντίστοιχα. Ήθελαν να βάλουν τον Αχιλλέα και κάθε Αχιλλέα ξανά στο υπόγειο στην Σίνα, να του υπενθυμίσουν την «αμαρτία» του και ότι το σοφότερο που έχει να κάνει είναι να την κρατήσει στο σκοτάδι. Να ενισχύσουν τους ψίθυρους για πράγματα που θα έπρεπε πλέον να μπορούμε να φωνάζουμε δυνατά. 

Το σκέφτηκα αρκετές μέρες το αν θα γράψω για αυτό το τραγούδι. Τα σκέφτεσαι πολύ σήμερα τα λόγια σου–ανάλογα με το ποιος είσαι φυσικά ή ποιος νομίζεις ότι είσαι τέλος πάντων- γιατί σήμερα ακόμα, το 2021, σου φοράνε τη στάμπα εύκολα και μάλιστα η λεζάντα παίρνει πολύ «δημιουργικές μορφές». Και σε αυτή ακριβώς τη σκέψη της ντροπής, του φόβου, φωλιάζει και εκκολάπτεται όλη η νοοτροπία της κοινωνίας μας. Ή τουλάχιστον έτσι πιστεύω εγώ, αυτό μου δείχνει η ιστορία της κυρίας Γεωργίας που μένει εδώ πιο κάτω, στην ήσυχη και όμορφη πλευρά της πόλης με την φρέσκια άσφαλτο και τα μεγάλα τζάκια. Η κυρία Γεωργία ξέρει πολύ καλά για ποιο λόγο ο γιός της έφυγε για το Λονδίνο με το που τελείωσε το σχολείο και ας «έπιανε» τις βάσεις για όποια σχολή ήθελε στη Θεσσαλονίκη, τον ξέρει κι όμως δεν τολμάει να τον ξεστομίσει έστω και έπειτα από τόσα χρόνια. Δεν μπορεί να την πετάξει από πάνω της την ντροπή και ας είναι αυτή που της στερεί το παιδί της. Άλλωστε γνωρίζει τι σκέφτεται και λέει ο κόσμος για αυτά, τα έχει πει και η ίδια στο παρελθόν. Κάνει λοιπόν ότι δεν ξέρει και δεν ρωτάει πολλά, τον περιγράφει στην γειτονιά όπως τον έχει φανταστεί και αυτός με τη σειρά του παίζει καλά το ρόλο του όταν έρχεται να την επισκεφθεί στις γιορτές. Φοράει τα καλά του, πηγαίνουν στην εκκλησία μαζί, κάθεται στην κεφαλή του τραπεζιού στο οικογενειακό τραπέζι. Στο τέλος, φεύγει πάλι από το μέρος από το οποίο ξεκίνησε μισό-ικανοποιημένος, λυπάται για τη σχέση του με την μάνα του αλλά δε την κατηγορεί, χαίρεται που πρόκειται να την απαλλάξει ακόμη μια φορά απ’ την ντροπή της. 

«Η κυρά Λέλα η Σμυρνιά

στην αμαρτία λέει βουλιάζουν

και διώχνει τα μικρά παιδιά

όταν στο υπόγειο πλησιάζουν»

Το 80’ γράφτηκε αυτός ο στίχος μα κουμπώνει τέλεια με το τώρα. Έχει αυτή την εκπληκτική ιδιότητα η Ελλάδα να μην μεταβάλλεται, την τυλίξαμε απλώς με ένα ωραίο ματ περιτύλιγμα από ανακυκλωμένο χαρτί, γράψαμε με μεγάλα ροζ γράμματα new version- sugar free και την καταναλώνουμε τώρα άφοβα και χωρίς ενοχές πιστεύοντας ότι δεν παχαίνει. Μένουμε σιωπηλοί γιατί δεν θέλουμε να αντιμετωπίσουμε την κυρία Γεωργία και την κυρά Λέλα και έτσι συνεχίζουν να ακούγονται μόνο αυτές. Έπειτα σοκαριζόμαστε όταν οι μεγαλοδικηγόροι μας φτύνουν τον άκρατο συντηρητισμό στα μούτρα μέσα από τα τηλεπαράθυρα. Κάποιοι συνεχίζουν να τον καταβροχθίζουν λαίμαργα και με ευχαρίστηση και άλλοι δυσκολεύονται για κάποιες μέρες να τον χωνέψουν. Αν και η κοινωνία στην οποία ζούμε μας διαμορφώνει εμείς πάψαμε σίγουρα από καιρό να την διαμορφώνουμε. Μόνο παρακολουθούμε, χανόμαστε ανάμεσα στα γαλάζια και τα κόκκινα σχόλια και προσπαθούμε αγωνιωδώς να μην συνυφανθούμε με κανένα. Στο πανεπιστήμιο να προσέχεις τι λες στο αμφιθέατρο, και έπειτα στις κοινωνικές συναναστροφές να μην γίνει πολιτική η συζήτηση,  πάση θυσία να μη γίνει πολιτικό το περιεχόμενο και «χαλάσει το κλίμα».  Και κάπως έτσι μένει ακόμα σιωπηλό ένα μεγάλο μέρος της γενιάς μου αγκαλιασμένο με την ντροπή του ψάχνοντας τρόπο να επιβιώσει χωρίς να εκφράζεται, δίχως να τα καταφέρνει. Κάποιοι δεν άντεξαν και φύγανε κατά την διάρκεια την οικονομικής κρίσης τότε που το θέμα ήταν τα λεφτά, αναρωτιέμαι πόσοι θα μείνουν τώρα που είναι θέμα και τα μυαλά. Το σίγουρο είναι πάντως ότι η κυρά Λέλα θα είναι ακόμα εδώ, και έτσι, χωρίς πολλά πολλά «ο Αχιλλέας απ’ το Κάιρο» δεν θα θυμίζει τίποτα αναχρονιστικό και θα μένει – δυστυχώς- ακόμα επίκαιρος.