Η αποτύπωση της έμφυλης πραγματικότητας στο γραπτό λόγο

Σκιές από έναν άντρα και μα γυναίκα που μιλάνε. Τα “σύννεφα¨που σχηματίζουν αποτυπώνουν τον γλωσσικό σεξισμό.
Γράφει η Όλγα Κάκαλη
Η αφορμή που πυροδότησε την ιδέα του συγκεκριμένου άρθρου, μπορεί να φανεί περίεργη. Κι όμως, αποτελεί παράδειγμα του πόσο βαθιά ριζωμένη είναι η κουλτούρα του σεξισμού εις βάρος των γυναικών στο γραπτό λόγο. Στο πλαίσιο της εργασίας μου μελετούσα το καταστατικό ενός αθλητικού σωματείου και διαισθανόμουν πως κάτι πήγαινε λάθος. Γρήγορα συνειδητοποίησα πως η ενόχλησή μου δεν προερχόταν από το περιεχόμενο, αλλά από τη χρήση της γλώσσας διότι, αν και επρόκειτο για κείμενο με αποδέκτες και τα δύο φύλα, οι διατυπώσεις του λόγου ήταν όλες στο αρσενικό γένος, με αποτέλεσμα να αποκλείεται η ομάδα των γυναικών. Ιδού ένα από τα εκατοντάδες παραδείγματα του άμεσου γλωσσικού σεξισμού, που συναντούμε γύρω μας καθημερινά και μας περνούν απαρατήρητα! Αρχικά, σεξισμός είναι η πρακτική της διάκρισης ενός ατόμου με γνώμονα το φύλο του, ενώ ονομάζεται γλωσσικός σεξισμός όταν η διάκριση αυτή γίνεται εις βάρος κάποιου φύλου μέσω της γλωσσικής χρήσης και συμπεριφοράς. Η ανισότητα στην κοινωνία μας εντοπίζεται όταν χρησιμοποιείται το αρσενικό γραμματικό γένος για μικτές ομάδες ατόμων, που περιλαμβάνουν δηλαδή και γυναίκες και άνδρες, ακόμη και στις περιπτώσεις που οι γυναίκες αποτελούν την πλειονότητα της ομάδας. Το αντίθετο δεν συμβαίνει σε καμία περίπτωση, επομένως γίνεται εμφανής η κυριαρχία του αρσενικού γραμματικού γένους στη γλώσσα, γεγονός που έχει κοινωνικές συνδηλώσεις. Χαρακτηριστικά η συγγραφέας Dale Spender ισχυρίσθηκε πως η γλώσσα διαμορφώθηκε από τους άνδρες και οι έννοιες των λέξεων καθορίστηκαν από εκείνα τα άτομα που μέσω της κοινωνικής τους ισχύος αποτέλεσαν τον «κανόνα». Έτσι, οι γυναίκες είναι υποχρεωμένες, έστω και ασυνείδητα, να μεταφράζουν ή να προσαρμόζουν λέξεις και έννοιες που δεν δημιουργήθηκαν για να εκφράσουν τη δική τους γυναικεία υποκειμενικότητα και εμπειρία. Κάνοντας μια ανασκόπηση των κειμένων που συναντούμε στην καθημερινότητά μας, θα διαπιστώσουμε πως στη συντριπτική τους πλειοψηφία διατυπώνονται γραμματολογικά και συντακτικά με τρόπο που αναπαράγει, έστω και ακούσια, την άνιση θέση των γυναικών στο λόγο. Πάρτε για παράδειγμα, τις φαρμακευτικές οδηγίες με διατυπώσεις του τύπου «εάν είστε αλλεργικός…», τους όρους χρήσης ιστοσελίδων «ο χρήστης αποδέχεται πως…» ή τις προκηρύξεις «οι ενδιαφερόμενοι πρέπει να υποβάλουν αίτηση…». Ασφαλώς και σε όλα τα δημόσια έγγραφα, ανεξαρτήτως φορέα, κυριαρχεί το αρσενικό γραμματικό γένος σε συνδυασμό πάντοτε με τη συστηματική συμφωνία άρθρων, προσαρτημάτων και αντωνυμιών σχεδόν αποκλειστικά στο ίδιο γένος. Αυτό ισχύει ακόμη και για τα έγγραφα στα οποία παρόλο που γίνεται διπλή σήμανση του γένους, στο σύνολό τους τηρείται ο κανόνας της πρόταξης του αρσενικού. Κάτι που εκ πρώτης όψεως μοιάζει να είναι θεμιτό και αθώο, μια ακόμη εξυπηρέτηση της αρχής της οικονομίας στη γλώσσα, οδηγεί τελικά στον αποκλεισμό του μεγαλύτερου μέρους του πληθυσμού και καθιστά ουσιαστικά τις γυναίκες «αόρατες». Θετική εξέλιξη ως προς το ζήτημα αυτό αποτελεί η Εγκύκλιος με οδηγό για την υπέρβαση του γλωσσικού σεξισμού που δημοσίευσε το Υπουργείο Εσωτερικών το 2015 και τείνει στην εξάλειψη του κανόνα προτίμησης του ανδρικού γένους/φύλου. Όπως είναι εμφανές, η γλώσσα έχει ιδιαίτερη σημασία και βαρύτητα διότι, ανάλογα με τη χρήση της, έχει τη δύναμη να κάνει τους ανθρώπους ορατούς ή αόρατους και αναγνωρίζει ή υποτιμά σημαντικά τη συνεισφορά τους στην κοινωνία. Η γλώσσα μας διαμορφώνει τη σκέψη μας και ο τρόπος που σκεφτόμαστε επηρεάζει τις πράξεις μας. Γλώσσα που παραγνωρίζει τη διάσταση του φύλου ή που κάνει διακρίσεις, ενισχύει τις σεξιστικές στάσεις και συμπεριφορές και οφείλουμε να παλέψουμε για την ισότιμη γλωσσική αναπαράσταση των ανθρώπων!