Συνεπιμέλεια και Σύγχρονη Πραγματικότητα

Παιδί βρίσκεται μεταξύ των γονέων του.Οι δύο γονείς το κρατούν από κάθε του χέρι προσπαθώντας να το τραβήξουν προς τη μεριά τους.
Ευθυμία Θανοπούλου,
Απόφοιτος Νομικής ΑΠΘ
Ένας σημαντικός ρόλος τον οποίο καλούνται να αναλάβουν τα φύλα συνίσταται στην ιδιότητά τους ως συζύγων και περαιτέρω ως γονέων σε ορισμένες εκ των συμβιώσεων αυτών. Το μέγιστο βήμα ισότητας των φύλων σε ενδοοικογενειακό επίπεδο επήλθε με τη νομοθετική μεταρρύθμιση του 1983, με τις σημαντικότερες αλλαγές να έγκεινται στην κατάργηση του πατριαρχικού μοντέλου της οικογένειας, στην κατάργηση της υποχρεωτικής αλλαγής του επωνύμου των γυναικών μετά το γάμο τους, στην κατάργηση του θεσμού της προίκας, στην αποποινικοποίηση του θεσμού της μοιχείας, στην καθιέρωση του πολιτικού γάμου .
Με δεδομένη την απόδοση της επιμέλειας, από τις μεταρρυθμίσεις του 1983 μέχρι και την παρούσα στιγμή στην πλειονότητα των περιπτώσεων στο πρόσωπο της μητέρας και τη διατήρηση δικαιώματος επικοινωνίας στο πρόσωπο του πατέρα, οι πολύ πρόσφατες προσπάθειες που συντελούνται προς νομοθετική απονομή της συνεπιμέλειας, δηλαδή της επιμέλειας των τέκνων εξίσου και από τους δύο γονείς τους, αντιμετωπίζουν ορισμένες δυσχέρειες ήδη πριν την πρακτική εφαρμογή τους.
Στην πράξη, η εφαρμογή της συνεπιμέλειας με την πραγματική έννοια του όρου επιτυγχάνεται μόνο με τη διαμονή του τέκνου το ίδιο χρονικό διάστημα στην κατοικία ενός εκ των διαζευγμένων γονέων, λ.χ. αν το τέκνο διαμείνει για ένα μήνα με τη μητέρα του, να διαμείνει για τον επόμενο μήνα με τον πατέρα του . Πρακτικά προβλήματα ερείδονται ακριβώς όταν οι γονείς δε διαμένουν στην ίδια γειτονιά ή ευρύτερα στην ίδια περιοχή για το πώς θα μεταβεί το παιδί στο σχολείο , στις εξωσχολικές δραστηριότητές του, για το πώς θα βρεθεί με τα φιλικά του πρόσωπα και εν γένει για τη διατήρηση της ισορροπημένης καθημερινότητάς του .
Σημαντικότερες ακόμα δύναται να καταστούν οι διακυμάνσεις της ψυχοσύνθεσης του παιδιού, συχνές σκέψεις του οποίου φαίνεται να είναι “δεν έχω σταθερό σπίτι, “κάθε μήνα φτιάχνω τη βαλίτσα μου για να πάω από την μαμά στον μπαμπά” και αντίστροφα, “δε νιώθω ότι είμαι σταθερό μέλος μιας οικογένειας”. Το παιδί , ιδίως αν βρίσκεται σε μικρή ηλικία δύναται, έστω ασυνείδητα, να κατακλυστεί με ανάλογες σκέψεις μη σταθερότητας και μη ένταξης σε μια οικογένεια , ακόμα και σε περιπτώσεις που οι γονείς εξακολουθούν να διατηρούν αρμονικές σχέσεις και συνεννόηση μετά το διαζύγιο για χάρη του τέκνου τους .
Άλλωστε την ίδια γραμμή έχουν υιοθετήσει και πρόσφατες δικαστικές αποφάσεις , όπως η υπ’ αριθμόν 261 /2020 Απόφαση Μονομελούς Πρωτοδικείου Λασιθίου, η οποία μεταξύ άλλων αναφέρει πως “σε πραγματικό – βιωματικό επίπεδο, για να εφαρμοστεί η συνεπιμέλεια….. απαιτείται… να τηρούν οι γονείς μεταξύ τους καλές και αρμονικές σχέσεις, έτσι ώστε, η παράλληλη ύπαρξη δύο κέντρων ζωής του παιδιού να μην αναστατώνει και απορρυθμίζει τη ζωή του, ούτε να δημιουργεί σε αυτό έλλειψη σταθερότητας και ανασφάλειας”. .
Πιο προσιτή εμφανίζεται η εφαρμογή της συνεπιμέλειας πρακτικά με την διαμονή του παιδιού για μεγαλύτερο χρόνο από όσο ίσχυε μέχρι πρότινος, και όχι εξ ανάγκης ίσο, στην οικία του έτερου γονέα και την ουσιαστική επικοινωνία μαζί του , διότι καθίσταται δικαίωμα του κάθε γονέα να έχει ενεργό ρόλο στην ανατροφή του παιδιού του. Η πρακτική εφαρμογή ωστόσο της μεταρρύθμισης αυτής δε συνεπάγεται πως το παιδί πλέον θα περνά ισομερώς τον χρόνο του άκριτα και σε όλες τις περιπτώσεις με τον έτερο γονέα(στην πλειοψηφία των περιπτώσεων τον πατέρα), χωρίς να εξεταστεί πρώτα αν πληρούνται οι κατάλληλες προϋποθέσεις γι’ αυτό. Για να λειτουργήσει στην πράξη ο θεσμός , πρέπει να έχει εκ των προτέρων εξεταστεί και διασφαλιστεί με τη συνδρομή ειδικών πως πρόκειται για άτομο κατάλληλο από όλες τις απόψεις να συμβάλλει γόνιμα στην ανατροφή του τέκνου του .
Για το λόγο αυτό άλλωστε, μέσω της υποχρεωτικής γονικής μέριμνας και από τους δύο γονείς, εφόσον αυτό καθίσταται εφικτό στην πράξη, και οι δύο θα νιώθουν πως μετέχουν ισάριθμα στη λήψη αποφάσεων σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής του τέκνου τους, διαλαμβάνοντας τον πλέον καθοριστικό ρόλο στην υγιή ανατροφή του ,καθώς επίσης και το ίδιο το παιδί θα καταλαμβάνεται από αισθήματα ασφάλειας και ψυχικής ισορροπίας, όπως αξίζει άλλωστε σε κάθε άνθρωπο .
Με γνώμονα όλα τα ως άνω εκτεθέντα δεδομένα , μέγιστο μέλημα κάθε νομοθετικής ή άλλης μεταβολής θεσμών των σχέσεων γονέων-τέκνων μετά το διαζύγιο οφείλει να καταστεί η διατήρηση της παιδοκεντρικής στόχευσης του οικογενειακού δικαίου, δηλαδή μεταβολές αποκλειστικά προς το όφελος της ψυχολογικής ισορροπίας και της ομαλότητας του καθημερινού βίου των τέκνων, χωρίς την παρείσφρηση εγωιστικών εξάρσεων των γονέων τους .
Σημειώνεται εν κατακλείδι, πως μετά τις τελευταίες θεμελιώδεις μεταρρυθμίσεις του 1983, οι οποίες απένειμαν για πρώτη φορά ίσα δικαιώματα στο πρόσωπο των γυναικών ως συζύγων και ως γονέων, οι νέες μεταρρυθμίσεις έχουν ως στόχο, μεταξύ άλλων, την πρακτικά ίση απονομή δικαιωμάτων στα δύο φύλα μετά από ένα διαζύγιο αναφορικά με τον ουσιαστικό και ποιοτικό χρόνο που θα μοιράζονται με τα παιδιά τους . Υπό αυτό το πρίσμα, οι επερχόμενες μεταρρυθμίσεις καθίστανται εξαιρετικά ουσιώδεις και εν δυνάμει επιτυχημένες και σε κοινωνικό επίπεδο, αρκεί σε κάθε περίπτωση μέγιστο μέλημα και των δύο γονέων να συνιστά μια υγιής και ισορροπημένη καθημερινότητα των τέκνων τους και όχι μόνο η ψυχολογική και συναισθηματική κάλυψη της ιδιοσυγκρασίας τους .